- πικραμινικός
- -ή, -όφρ. «πικραμινικό οξύ» — αζωτούχος οργανική αρωματική ένωση, που χρησιμοποιείται ως χημικός δείκτης και για την παρασκευή αζωχρωμάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. picraminic acid (< πικραμίνη*)].
Dictionary of Greek. 2013.